μισή μερίδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μισή μερίδα <  δείτε τις λέξεις μισή, μισός και μερίδα

Έκφραση

μισή μερίδα

  • (μειωτικό, ειρωνικό, οικείο) χαρακτηρισμός για μικρόσωμο άτομο
    κοίτα το το άτιμο, μισή μερίδα άνθρωπος και κάνει κάτι ακροβατικά!

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.