μισεμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισεμός οι μισεμοί
      γενική του μισεμού των μισεμών
    αιτιατική τον μισεμό τους μισεμούς
     κλητική μισεμέ μισεμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισεμός < μισεύω + -μός < μεσαιωνική ελληνική μισεύω < μίσα < υστερολατινική missa < λατινική missa, θηλυκό του missus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meyth₂- / *mith- (=ανταλλάσσω, μετακινώ)

Ουσιαστικό

μισεμός αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.