μισεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μισεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μισεύω < υστερολατινική missa < λατινική missus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος mitto

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈse.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισεύω

Ρήμα

μισεύω, πρτ.: μίσευα, στ.μέλλ.: θα μισέψω & μισεύσω, αόρ.: μίσεψα & μίσευσα, μτχ.π.π.: μισεμένος & μισευμένος (χωρίς παθητική φωνή)

(λαϊκότροπο, παρωχημένο)
  1. φεύγω
      Καθώς και προχθές το δείλι και την προχθεσινήν νύκτα σάς έγραψα ότι έμελλον να μισεύσω από το Ροϊνό. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Άπαντα, τ. 1, Ιστορικές εκδόσεις 1821, σελ. 111)
      Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει: — Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήσει στη φω­τιά πρώτα. Φιλώ λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω. (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου/ζ)
  2. αποδημώ, ξενιτεύομαι
      Κι εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει: / — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, στα ξένα να μισέψω, / να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο (Κώστας Κρυστάλλης)
      Και μέσ’ στα δώδεκα ψηλά και μέσ’ στους τόσους μήνες / ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακριά τα ξένα / να διαπεράσει θάλασσες, κάμπους, βουνά, ποτάμια. (Κώστας Κρυστάλλης)
  3. (μεταφορικά) αναχωρώ από τη ζωή
      καί, ἀντὶς ἀπὸ τ' ἀστέρια ὁποῦ θωροῦσα, | μοῦ ἀστράφτει ὀμπρὸς τοῦ Χάρου τὸ λεπίδι | Χωρὶς ν’ ἀκούω θλίψη γιὰ τοῦτο ἢ τρόμο, | μισεύω ξημερώνοντας (Γεράσιμος Μαρκοράς, Σονέτο: Ως πρώτα που γοργά σ’ ακολουθούσα)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μισεύω < μίσ(α) + -εύω. Δείτε και τη λατινική missa

Ρήμα

μισεύω

  1. ξαποστέλνω
  2. φεύγω, ξεφεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω
  3. εξαφανίζομαι
  4. ξενιτεύομαι
  5. αποπλέω
  6. διαλύω (συνεδρίαση)
  7. (μεταφορικά) πεθαίνω

  • μισεύγω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μίσα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.