ανάπηρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάπηρος | η | ανάπηρη | το | ανάπηρο |
| γενική | του | ανάπηρου | της | ανάπηρης | του | ανάπηρου |
| αιτιατική | τον | ανάπηρο | την | ανάπηρη | το | ανάπηρο |
| κλητική | ανάπηρε | ανάπηρη | ανάπηρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάπηροι | οι | ανάπηρες | τα | ανάπηρα |
| γενική | των | ανάπηρων | των | ανάπηρων | των | ανάπηρων |
| αιτιατική | τους | ανάπηρους | τις | ανάπηρες | τα | ανάπηρα |
| κλητική | ανάπηροι | ανάπηρες | ανάπηρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάπηρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπηρος < ἀνά- + πηρός
Επίθετο
ανάπηρος, -η, -ο
Συγγενικά
- αναπηρία
- αναπηρικό (ουδέτερο)
- αναπηρικός
- μισαναπηρισμός
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- ανάπηρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανάπηρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανάπηρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.