λαβύρινθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαβύρινθος | οι | λαβύρινθοι |
| γενική | του | λαβύρινθου & λαβυρίνθου |
των | λαβύρινθων & λαβυρίνθων |
| αιτιατική | τον | λαβύρινθο | τους | λαβύρινθους & λαβυρίνθους |
| κλητική | λαβύρινθε | λαβύρινθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
Kλασικό σχεδιάγραμμα μονοδιαδρομικού λαβυρίνθου.
.jpg.webp)
Tεχνητός λαβύρινθος.
Ετυμολογία
- λαβύρινθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαβύρινθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈvi.ɾin.θos/
Ουσιαστικό
λαβύρινθος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ανάκτορο το οποίο κατασκεύασε ο Δαίδαλος για τον Μινώταυρο στην αρχαία Kρήτη με πολλά διαμερίσματα και πολύπλοκους διαδρόμους, που οι περισσότεροι κατέληγαν σε αδιέξοδο και μόνο ένας στην έξοδο
- ο φυσικός χώρος ή το οικοδόμημα που έχει πολύπλοκους διαδρόμους κι είναι δύσκολος ο προσανατολισμός σε αυτό ή η έξοδος από αυτό
- (συνεκδοχικά) κάθε παρόμοια διάταξη δρόμων, στοών κ.λπ. όπου είναι δύσκολο να προσανατολιστεί κάποιος
- παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης πρέπει να βρει το τέρμα, την έξοδο περνώντας από περίπλοκες διαδρομές και αδιέξοδα. Παίζεται είτε σε σκίτσο σε χαρτί, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο, είτε σε φυσικούς χώρους
- (μεταφορικά) καθετί πολύπλοκο και δύσκολο (π.χ. εγχείρημα, σκέψη, επιχείρημα) να το παρακολουθήσει ή να το κατανοήσει ή να το επιλύσει κάποιος π.χ. λόγοι λαβυρίνθοις ὄμοιοι (=λόγια που μοιάζουν με λαβύρινθους - δύσληπτα -δυσνόητα )
- (ιατρική) το εσωτερικό μέρος του αφτιού, που αποτελείται από τον κοχλία και την αίθουσα με του ημικυκλικούς σωλήνες και που η μη σωστή λειτουργία του επηρεάζει την ισορροπία του ανθρώπινου σώματος
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- οστέινος λαβύρινθος
- υμενώδης λαβύρινθος
Μεταφράσεις
λαβύρινθος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λαβύρινθος | οἱ | λαβύρινθοι |
| γενική | τοῦ | λαβυρίνθου | τῶν | λαβυρίνθων |
| δοτική | τῷ | λαβυρίνθῳ | τοῖς | λαβυρίνθοις |
| αιτιατική | τὸν | λαβύρινθον | τοὺς | λαβυρίνθους |
| κλητική ὦ! | λαβύρινθε | λαβύρινθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαβυρίνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λαβυρίνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λαβύρινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαβύρινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.