κοχλίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοχλίας οι κοχλίες
      γενική του κοχλία των κοχλιών
    αιτιατική τον κοχλία τους κοχλίες
     κλητική κοχλία κοχλίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοχλίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοχλίας (δείτε και κοχλιός)
Ο κοχλίας μιας βιόλας.

Ουσιαστικό

κοχλίας αρσενικό

  1. (μηχανολογία) μηχανικό εξάρτημα με ελικοειδές σπείρωμα που χρησιμοποιείται σε συνδέσεις μερών, κοινώς η βίδα
  2. (ανατομία) σωλήνας τυλιγμένος σε σχήμα σπείρας που βρίσκεται στο λαβύρινθο του αφτιού
  3. (ζωολογία) σαλιγκάρι
     συνώνυμα: χοχλιός (σε διάλεκτο)
  4. (μουσική) Το γυριστό άκρο όπου καταλήγει ο λαιμός ενός έγχορδου μουσικού οργάνου.

Παράγωγα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • κόχλος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κοχλίας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοχλίας αρσενικό

  1. (ζωολογία) μαλάκιο με ελικοειδές όστρακο
  2. (μεταφορικά) ελικοειδής μηχανή για ανύψωση νερού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.