προσανατολίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.sa.na.toˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσανατολίζομαι
παλιότερος συλλαβισμός: προσανατολίζομαι

Ρήμα

προσανατολίζομαι, π.αόρ.: προσανατολίστηκα, μτχ.π.π.: προσανατολισμένος, (ενεργ.: προσανατολίζω)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.