εγχείρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εγχείρημα | τα | εγχειρήματα |
| γενική | του | εγχειρήματος | των | εγχειρημάτων |
| αιτιατική | το | εγχείρημα | τα | εγχειρήματα |
| κλητική | εγχείρημα | εγχειρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγχείρημα < αρχαία ελληνική ἐγχείρημα < ἐγχειρέω / ἐγχειρῶ < ἐν + χείρ
Ουσιαστικό
εγχείρημα ουδέτερο
- δύσκολη ενέργεια, ριψοκίνδυνη προσπάθεια, επιχείρηση, τόλμημα, απόπειρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.