Μινώταυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μινώταυρος | οι | Μινώταυροι |
| γενική | του | Μινώταυρου | των | Μινώταυρων |
| αιτιατική | τον | Μινώταυρο | τους | Μινώταυρους |
| κλητική | Μινώταυρε | Μινώταυροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μινώταυρος αρσενικό
Μεταφράσεις
Μινώταυρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_at_the_National_Archaeological_Museum_of_Athens_on_3_April_2018.jpg.webp)