παίκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παίκτης οι παίκτες
      γενική του παίκτη των παικτών
    αιτιατική τον παίκτη τους παίκτες
     κλητική παίκτη παίκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παίκτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παίκτης αρσενικό (θηλυκό παίκτρια)

  1. αυτός που συμμετέχει σε ομαδικό άθλημα
  2. άτομο που ασχολείται με τυχερά παιχνίδια
     συνώνυμα: τζογαδόρος
  3. άνθρωπος που συμμετέχει σε οτιδήποτε παιχνίδι
  4. αυτός που παίζει μουσικό όργανο, που παράγει μουσική με αυτό
     συνώνυμα: οργανοπαίκτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.