λαβυρινθίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαβυρινθίτιδα | οι | λαβυρινθίτιδες |
| γενική | της | λαβυρινθίτιδας | των | λαβυρινθίτιδων |
| αιτιατική | τη | λαβυρινθίτιδα | τις | λαβυρινθίτιδες |
| κλητική | λαβυρινθίτιδα | λαβυρινθίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαβυρινθίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λαβυρινθῖτις[1] από την αιτιατική ενικού «λαβυρινθίτιδα» σε -ίτιδα: λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική labyrinthitis < αρχαία ελληνική λαβύρινθος [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.vi.ɾinˈθi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐βυ‐ριν‐θί‐τι‐δα
Μεταφράσεις
λαβυρινθίτιδα
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.