λαβυρινθώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαβυρινθώδης η λαβυρινθώδης το λαβυρινθώδες
      γενική του λαβυρινθώδους της λαβυρινθώδους του λαβυρινθώδους
    αιτιατική τον λαβυρινθώδη τη λαβυρινθώδη το λαβυρινθώδες
     κλητική λαβυρινθώδη(ς) λαβυρινθώδης λαβυρινθώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαβυρινθώδεις οι λαβυρινθώδεις τα λαβυρινθώδη
      γενική των λαβυρινθωδών των λαβυρινθωδών των λαβυρινθωδών
    αιτιατική τους λαβυρινθώδεις τις λαβυρινθώδεις τα λαβυρινθώδη
     κλητική λαβυρινθώδεις λαβυρινθώδεις λαβυρινθώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαβυρινθώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

λαβυρινθώδης -ης -ες

  1. που μοιάζει με λαβύρινθο
  2. (μεταφορικά) που ακολουθεί πολύπλοκες διαδρομές
    λαβυρινθώδες μυθιστόρημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.