λαβυρινθώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαβυρινθώδης | η | λαβυρινθώδης | το | λαβυρινθώδες |
| γενική | του | λαβυρινθώδους | της | λαβυρινθώδους | του | λαβυρινθώδους |
| αιτιατική | τον | λαβυρινθώδη | τη | λαβυρινθώδη | το | λαβυρινθώδες |
| κλητική | λαβυρινθώδη(ς) | λαβυρινθώδης | λαβυρινθώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαβυρινθώδεις | οι | λαβυρινθώδεις | τα | λαβυρινθώδη |
| γενική | των | λαβυρινθωδών | των | λαβυρινθωδών | των | λαβυρινθωδών |
| αιτιατική | τους | λαβυρινθώδεις | τις | λαβυρινθώδεις | τα | λαβυρινθώδη |
| κλητική | λαβυρινθώδεις | λαβυρινθώδεις | λαβυρινθώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαβυρινθώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
λαβυρινθώδης -ης -ες
- που μοιάζει με λαβύρινθο
- (μεταφορικά) που ακολουθεί πολύπλοκες διαδρομές
- λαβυρινθώδες μυθιστόρημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.