σκίτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκίτσο τα σκίτσα
      γενική του σκίτσου των σκίτσων
    αιτιατική το σκίτσο τα σκίτσα
     κλητική σκίτσο σκίτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκίτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική schizzo < λατινική schedium < αρχαία ελληνική σχέδιον (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsci.t͡so/

Ουσιαστικό

σκίτσο ουδέτερο

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.