αίθουσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αίθουσα | οι | αίθουσες |
| γενική | της | αίθουσας | των | αιθουσών |
| αιτιατική | την | αίθουσα | τις | αίθουσες |
| κλητική | αίθουσα | αίθουσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σχολική αίθουσα στην Ιαπωνία

κινηματογραφική αίθουσα
Ετυμολογία
- αίθουσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴθουσα στοά (στεγασμένος ανοικτός χώρος, εξωτερικά του σπιτιού, που άναβαν τη φωτιά) < θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος αἴθω (καίω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική salle [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.θu.sa/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐θου‐σα
Ουσιαστικό
αίθουσα θηλυκό
- μεγάλο δωμάτιο ενός κτηρίου που προορίζεται για τη συγκέντρωση πολλών ανθρώπων ή/και για κάποια ειδική χρήση
- (στο σχολείο) η αίθουσα διδασκαλίας ενός τμήματος ή ενός μαθήματος
- (στον κινηματογράφο, στο θέατρο) ο χώρος που προορίζεται για το κοινό των παραστάσεων και προβολών
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που βρίσκονται σε μια αίθουσα
- (ανατομία) τμήμα του εσωτερικού αφτιού
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αίθουσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.