επιχείρημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιχείρημα τα επιχειρήματα
      γενική του επιχειρήματος των επιχειρημάτων
    αιτιατική το επιχείρημα τα επιχειρήματα
     κλητική επιχείρημα επιχειρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιχείρημα < αρχαία ελληνική ἐπιχείρημα < ἐπιχειρέω < ἐπί + χείρ (χεῖρας ἐπιτίθημι τινί, χωρίς ενδιάμεσο πρόσωπο)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈçi.ɾi.ma/

Ουσιαστικό

επιχείρημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.