ανάκτορο
Νέα ελληνικά (el)

Το ανάκτορο της Κνωσού
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάκτορο | τα | ανάκτορα |
| γενική | του | ανακτόρου & ανάκτορου |
των | ανακτόρων |
| αιτιατική | το | ανάκτορο | τα | ανάκτορα |
| κλητική | ανάκτορο | ανάκτορα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκτορο < αρχαία ελληνική ἀνάκτορον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.