ανάκτορο

Νέα ελληνικά (el)

Το ανάκτορο της Κνωσού
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάκτορο τα ανάκτορα
      γενική του ανακτόρου
& ανάκτορου
των ανακτόρων
    αιτιατική το ανάκτορο τα ανάκτορα
     κλητική ανάκτορο ανάκτορα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάκτορο < αρχαία ελληνική ἀνάκτορον

Ουσιαστικό

ανάκτορο ουδέτερο

  1. παλάτι, κατοικία βασιλιάδων
  2. πολυτελής κατοικία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.