επιλύω

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

επιλύω

  • (λόγιο) βρίσκω την τελική λύση σε ένα πρόβλημα
ο δάσκαλος πρέπει σε καθημερινή βάση να επιλύει προβλήματα που ανακύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ των μαθητών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.