Δαίδαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Δαίδαλος < δαιδάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *delh₁- (κόβω, σχίζω, σκαλίζω) ή προελληνική [1]
-
Δαίδαλος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Δαίδαλος
|
|
Πηγές
- Δαίδαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.