κοντά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοντά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντά < μεσαιωνική ελληνική κοντός

Προφορά

ΔΦΑ : /konˈda/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοντά

Επίρρημα

κοντά

  1. (τοπικό) σε μικρή απόσταση στο χώρο
    Το ταχυδρομείο είναι εδώ κοντά.
  2. (χρονικό) σε μικρή απόσταση στο χρόνο
    Επέστρεψε στο σπίτι κοντά στο βράδυ.
  3. εκτός
    Κοντά στ' άλλα, έχασα το πορτοφόλι και τα κλειδιά μου!

Συνώνυμα

  1. τοπικό
  2. χρονικό
  3. εκτός

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κοντά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.