σιμά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιμά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμά < αρχαία ελληνική σιμ(ός) (με ανασηκωμένη τη μύτη) +

Επίρρημα

σιμά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σιμά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.