κοντόβραδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντόβραδο τα κοντόβραδα
      γενική του κοντόβραδου των κοντόβραδων
    αιτιατική το κοντόβραδο τα κοντόβραδα
     κλητική κοντόβραδο κοντόβραδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντόβραδο < κοντός + -ο- + βράδυ + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /konˈdo.vra.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοντόβραδο

Ουσιαστικό

κοντόβραδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.