πρόσφατα
Νέα ελληνικά (el)
- (λόγιο) προσφάτως
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρόσφατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρόσφατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.