παρακολούθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακολούθηση οι παρακολουθήσεις
      γενική της παρακολούθησης* των παρακολουθήσεων
    αιτιατική την παρακολούθηση τις παρακολουθήσεις
     κλητική παρακολούθηση παρακολουθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακολουθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρακολούθηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακολούθη(σις) +-ση

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.koˈlu.θi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρακολούθηση

Ουσιαστικό

παρακολούθηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακολουθώ
    • η συστηματική παρατήρηση των κινήσεων, των δραστηριοτήτων κάποιου που γίνεται κρυφά
    • η παρατήρηση με το βλέμμα ή και την ακοή ενός οργανωμένου θεάματος ή ακροάματος, κάποιων κινήσεων ή δραστηριοτήτων
    • η συμμετοχή σε κάποιες (κυρίως πνευματικές) δραστηριότητες
    • η συστηματική παρατήρηση με σκοπό την ενημέρωση ή την πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη ή τη μεταβολή μιας κατάστασης, διαδικασίας κτλ.
  2. (ιατρική) τακτική εξέταση ασθενούς κατόπιν θεραπείας ή χειρουργείου

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.