αυτονόητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτονόητος η αυτονόητη το αυτονόητο
      γενική του αυτονόητου της αυτονόητης του αυτονόητου
    αιτιατική τον αυτονόητο την αυτονόητη το αυτονόητο
     κλητική αυτονόητε αυτονόητη αυτονόητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτονόητοι οι αυτονόητες τα αυτονόητα
      γενική των αυτονόητων των αυτονόητων των αυτονόητων
    αιτιατική τους αυτονόητους τις αυτονόητες τα αυτονόητα
     κλητική αυτονόητοι αυτονόητες αυτονόητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτονόητος < αυτο- + νοητ(ός) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική selbstverständlich [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ftoˈno.i.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτονόητος

Επίθετο

αυτονόητος, -η, -ο

  • που γίνεται κατανοητός και αποδεκτός από μόνος του, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ιδιαίτερες εξηγήσεις ή αποδείξεις
    είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί κανείς να λείπει από τη δουλειά του χωρίς άδεια ή χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.