αυτονόητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτονόητος | η | αυτονόητη | το | αυτονόητο |
| γενική | του | αυτονόητου | της | αυτονόητης | του | αυτονόητου |
| αιτιατική | τον | αυτονόητο | την | αυτονόητη | το | αυτονόητο |
| κλητική | αυτονόητε | αυτονόητη | αυτονόητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτονόητοι | οι | αυτονόητες | τα | αυτονόητα |
| γενική | των | αυτονόητων | των | αυτονόητων | των | αυτονόητων |
| αιτιατική | τους | αυτονόητους | τις | αυτονόητες | τα | αυτονόητα |
| κλητική | αυτονόητοι | αυτονόητες | αυτονόητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτονόητος < αυτο- + νοητ(ός) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική selbstverständlich [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ftoˈno.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐νό‐η‐τος
Επίθετο
αυτονόητος, -η, -ο
- που γίνεται κατανοητός και αποδεκτός από μόνος του, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ιδιαίτερες εξηγήσεις ή αποδείξεις
- ↪ είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί κανείς να λείπει από τη δουλειά του χωρίς άδεια ή χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αυτονόητος
Αναφορές
- αυτονόητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.