σύνεγγυς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σύνεγγυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνεγγυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Σημειώσεις
- χρησιμοποιόταν συχνά και σαν επίθετο
Πηγές
- σύνεγγυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνεγγυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.