κοντοστέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοντοστέκομαι < κοντοστέκω < κοντο- + στέκω
Ρήμα
κοντοστέκομαι (και κοντοστέκω)
- σταματάω ενώ περπατάω, συνήθως ξαφνικά, για λόγους αμφιβολίας, δισταγμού, σκέψης ή άλλης ενέργειας
- κοντοστάθηκε λίγο στο περίπτερο δήθεν για να διαβάσει τις εφημερίδες
- (κατ’ επέκταση) διστάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.