κοντοστέκομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοντοστέκομαι < κοντοστέκω < κοντο- + στέκω

Ρήμα

κοντοστέκομαι (και κοντοστέκω)

  1. σταματάω ενώ περπατάω, συνήθως ξαφνικά, για λόγους αμφιβολίας, δισταγμού, σκέψης ή άλλης ενέργειας
    κοντοστάθηκε λίγο στο περίπτερο δήθεν για να διαβάσει τις εφημερίδες
  2. (κατ’ επέκταση) διστάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.