κοντοχωριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντοχωριανός οι κοντοχωριανοί
      γενική του κοντοχωριανού των κοντοχωριανών
    αιτιατική τον κοντοχωριανό τους κοντοχωριανούς
     κλητική κοντοχωριανέ κοντοχωριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντοχωριανός < κοντά + χωριό

Επίθετο

κοντοχωριανός, -ή, -ό

  • που κατοικεί ή κατάγεται από διπλανό χωριό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.