αλάργα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλάργα < ιταλική alla larga < largo < λατινική largus

Επίρρημα

αλάργα

  1. (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή
  2. (λαϊκότροπο) (οικείο) μακριά (τοπικό επίρρημα)
    Στεκόταν αλάργα καθώς φοβόταν να πλησιάσει τον τεράστιο σκύλο.
  3. (λαϊκότροπο) (οικείο) όχι πολύ συχνά, αραιά και πού (χρονικό επίρρημα)
  4. (λαϊκότροπο) (έκφραση) περίμενε!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.