δίπλα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.pla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίπλα

Ετυμολογία 1

δίπλα < διπλά < διπλός < ελληνιστική κοινή διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)

Επίρρημα

δίπλα

  1. στο πλάι, παραπλεύρως, δεξιά ή αριστερά και σε σχετικά κοντινή απόσταση
    μένω δίπλα σε μια εκκλησία
    κάθισε δίπλα του να σας βγάλω μια φωτογραφία
  2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης) σε σχέση με, συγκριτικά με
    αυτός είναι κοντός δίπλα στον αδελφό του

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Επίθετο

δίπλα άκλιτο

Ουσιαστικό

δίπλα άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίπλα οι δίπλες
      γενική της δίπλας
    αιτιατική τη δίπλα τις δίπλες
     κλητική δίπλα δίπλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δίπλες σε αλουμινόχαρτο
δίπλα < διπλ(ώνω) + (αναδρομικός σχηματισμός)
  • το γλυκό, από το σχήμα

Ουσιαστικό

δίπλα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η σούρα, η πιέτα
  2. (γλυκό) είδος γλυκίσματος παρόμοιο με την τηγανίτα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.