κοντινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντινός η κοντινή το κοντινό
      γενική του κοντινού της κοντινής του κοντινού
    αιτιατική τον κοντινό την κοντινή το κοντινό
     κλητική κοντινέ κοντινή κοντινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντινοί οι κοντινές τα κοντινά
      γενική των κοντινών των κοντινών των κοντινών
    αιτιατική τους κοντινούς τις κοντινές τα κοντινά
     κλητική κοντινοί κοντινές κοντινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοντινός < επίρρημα κοντά + κατάληξη αρσενικών επιθέτων -ινός

Επίθετο

κοντινός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση
    το κοντινό χωριό
  2. που απέχει λίγο χρονικά
    στο κοντινό παρελθόν
  3. που έχει στενή επαφή με κάποιον
    όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι στάθηκαν δίπλα της σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.