κοντινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοντινός | η | κοντινή | το | κοντινό |
| γενική | του | κοντινού | της | κοντινής | του | κοντινού |
| αιτιατική | τον | κοντινό | την | κοντινή | το | κοντινό |
| κλητική | κοντινέ | κοντινή | κοντινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοντινοί | οι | κοντινές | τα | κοντινά |
| γενική | των | κοντινών | των | κοντινών | των | κοντινών |
| αιτιατική | τους | κοντινούς | τις | κοντινές | τα | κοντινά |
| κλητική | κοντινοί | κοντινές | κοντινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κοντινός, -ή, -ό
- που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση
- το κοντινό χωριό
- που απέχει λίγο χρονικά
- στο κοντινό παρελθόν
- που έχει στενή επαφή με κάποιον
- όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι στάθηκαν δίπλα της σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.