μακριά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μακριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακριά < μακρέα < αρχαία ελληνική μακρύς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρι‐ά
Επίρρημα
μακριά
- (τοπικό επίρρημα) σε μεγάλη απόσταση στο χώρο
- ↪ το σπίτι είναι μακριά από δω
- (χρονικό επίρρημα) σε μεγάλη απόσταση στο χρόνο
- ↪ το καλοκαίρι είναι ακόμα μακριά!
μακρύς | μακρύτερος / πιο μακρύς | απόλυτος: μακρύτατος σχετικός: ο πιο μακρύς |
μακρύτερα / πιο μακριά | μακρύτερα / (πάρα) πολύ μακριά | |
Εκφράσεις
- μακρυά από μας (από δω / από λόγου μας):έκφραση που χρησιμοποιείται με σκοπό να αποτρέψουμε κακό που αναφέρθηκε πριν
Μεταφράσεις
μακριά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μακριά
- θηλυκό του μακρύς
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακριό
Αναφορές
- μακριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.