πέρα

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πέρα <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίρρημα

πέρα

  1. σε σημείο που βρίσκεται πιο μακριά από αυτόν που μιλάει
    Πήγαινε κάπου πέρα αν θες να καπνίσεις για να μη μας ντουμανιάσεις.
  2. σε χρονικό σημείο που βρίσκεται μετά από το χρόνο που αναφέρεται, μετά

Εκφράσεις

  • κάνω πέρα:
  • κόβω πέρα: φεύγω
  • πέρα δώθε
  • πέρα από
  • πέρα για πέρα:
    • πάρα πολύ
    • από τη μία άκρη μέχρι την άλλη
  • τα βγάζω πέρα: τα καταφέρνω (ιδιαίτερα για οικονομικά)
  • (ποσότητα από κάτι) την ημέρα, το γιατρό τον κάνει(/κάνουν) πέρα: έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην αξία κάποιου αντικειμένου, κατάστασης ή ενέργειας, πολλές φορές και ειρωνικά
    ένα μήλο την ημέρα, το γιατρό τον κάνει πέρα
    δέκα κάμψεις την ημέρα, το γιατρό τον κάνουν πέρα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέρα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

πέρα

  1. από δεδομένο σημείο και μετά

Σημειώσεις

 δείτε τη λέξη πέραν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.