θυμωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυμωμένος η θυμωμένη το θυμωμένο
      γενική του θυμωμένου της θυμωμένης του θυμωμένου
    αιτιατική τον θυμωμένο τη θυμωμένη το θυμωμένο
     κλητική θυμωμένε θυμωμένη θυμωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυμωμένοι οι θυμωμένες τα θυμωμένα
      γενική των θυμωμένων των θυμωμένων των θυμωμένων
    αιτιατική τους θυμωμένους τις θυμωμένες τα θυμωμένα
     κλητική θυμωμένοι θυμωμένες θυμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θυμωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου θυμώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.moˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυμωμένος

Μετοχή

θυμωμένος -η -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.