ατάραχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατάραχος η ατάραχη το ατάραχο
      γενική του ατάραχου της ατάραχης του ατάραχου
    αιτιατική τον ατάραχο την ατάραχη το ατάραχο
     κλητική ατάραχε ατάραχη ατάραχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατάραχοι οι ατάραχες τα ατάραχα
      γενική των ατάραχων των ατάραχων των ατάραχων
    αιτιατική τους ατάραχους τις ατάραχες τα ατάραχα
     κλητική ατάραχοι ατάραχες ατάραχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατάραχος < αρχαία ελληνική ἀτάραχος

Επίθετο

ατάραχος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.