εξαγριωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγριωμένος η εξαγριωμένη το εξαγριωμένο
      γενική του εξαγριωμένου της εξαγριωμένης του εξαγριωμένου
    αιτιατική τον εξαγριωμένο την εξαγριωμένη το εξαγριωμένο
     κλητική εξαγριωμένε εξαγριωμένη εξαγριωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγριωμένοι οι εξαγριωμένες τα εξαγριωμένα
      γενική των εξαγριωμένων των εξαγριωμένων των εξαγριωμένων
    αιτιατική τους εξαγριωμένους τις εξαγριωμένες τα εξαγριωμένα
     κλητική εξαγριωμένοι εξαγριωμένες εξαγριωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαγριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαγριώνω

Μετοχή

εξαγριωμένος, -η, -ο

  1. που έχει εξαγριωθεί
  2. που είναι πολύ εκνευρισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.