αγριεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγριεμένος η αγριεμένη το αγριεμένο
      γενική του αγριεμένου της αγριεμένης του αγριεμένου
    αιτιατική τον αγριεμένο την αγριεμένη το αγριεμένο
     κλητική αγριεμένε αγριεμένη αγριεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγριεμένοι οι αγριεμένες τα αγριεμένα
      γενική των αγριεμένων των αγριεμένων των αγριεμένων
    αιτιατική τους αγριεμένους τις αγριεμένες τα αγριεμένα
     κλητική αγριεμένοι αγριεμένες αγριεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.eˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριεμένος

Μετοχή

αγριεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.