αγανακτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγανακτισμένος | η | αγανακτισμένη | το | αγανακτισμένο |
| γενική | του | αγανακτισμένου | της | αγανακτισμένης | του | αγανακτισμένου |
| αιτιατική | τον | αγανακτισμένο | την | αγανακτισμένη | το | αγανακτισμένο |
| κλητική | αγανακτισμένε | αγανακτισμένη | αγανακτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγανακτισμένοι | οι | αγανακτισμένες | τα | αγανακτισμένα |
| γενική | των | αγανακτισμένων | των | αγανακτισμένων | των | αγανακτισμένων |
| αιτιατική | τους | αγανακτισμένους | τις | αγανακτισμένες | τα | αγανακτισμένα |
| κλητική | αγανακτισμένοι | αγανακτισμένες | αγανακτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγανακτισμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγανακτισμένος < αρχαία ελληνική ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ
Μετοχή
αγανακτισμένος, -η, -ο
- που έχει αγανακτήσει, που διακατέχεται από αγανάκτηση
- θυμωμένος, οργισμένος
- που έχει περάσει τα όριά του
- αγαναχτισμένος
Συνώνυμα
Σύνθετα
- καταγανακτισμένος
- αγανακτημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.