θυμώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θυμώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θυμώνω < αρχαία ελληνική θυμ(ῶ) (θυμόω) + -ώνω

Ρήμα

θυμώνω, πρτ.: θύμωνα, στ.μέλλ.: θα θυμώσω, αόρ.: θύμωσα, μτχ.π.π.: θυμωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) κυριεύομαι από θυμό, οργίζομαι
    Θυμώνει εύκολα, αλλά μετά του περνάει.
  2. (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον θυμό, οργίζω
    Με θυμώνει η αδιαφορία του.

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θυμώνω < αρχαία ελληνική θυμ(ῶ) (θυμόω) + -ώνω

Ρήμα

θυμώνω

  1. ενεργητική φωνή
    1. (μεταβατικό) προκαλώ την οργή, το θυμό, θυμώνω κάποιον
    2. (αμετάβατο) οργίζομαι, θυμώνω
       συνώνυμα: ἀνεβάζω θυμόν, ἀνεβαίνω εἰς θυμόν
  2. παθητική φωνή
    1. εξεγείρομαι, επαναστατώ, δεν υπακούω
      ρηματικοί τύποι: θυμώθου
    2. (για ζώα) αφηνιάζω

Παράγωγα

Συγγενικά

  • θύμωσις
  • θυμωτάρης

 και δείτε τη λέξη θυμός

  • διαφορετικό το θυμῶ (θυμίζω)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.