ταραγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταραγμένος η ταραγμένη το ταραγμένο
      γενική του ταραγμένου της ταραγμένης του ταραγμένου
    αιτιατική τον ταραγμένο την ταραγμένη το ταραγμένο
     κλητική ταραγμένε ταραγμένη ταραγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταραγμένοι οι ταραγμένες τα ταραγμένα
      γενική των ταραγμένων των ταραγμένων των ταραγμένων
    αιτιατική τους ταραγμένους τις ταραγμένες τα ταραγμένα
     κλητική ταραγμένοι ταραγμένες ταραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.ɾaɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταραγμένος

Μετοχή

ταραγμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.