ψύχραιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψύχραιμος | η | ψύχραιμη | το | ψύχραιμο |
| γενική | του | ψύχραιμου | της | ψύχραιμης | του | ψύχραιμου |
| αιτιατική | τον | ψύχραιμο | την | ψύχραιμη | το | ψύχραιμο |
| κλητική | ψύχραιμε | ψύχραιμη | ψύχραιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψύχραιμοι | οι | ψύχραιμες | τα | ψύχραιμα |
| γενική | των | ψύχραιμων | των | ψύχραιμων | των | ψύχραιμων |
| αιτιατική | τους | ψύχραιμους | τις | ψύχραιμες | τα | ψύχραιμα |
| κλητική | ψύχραιμοι | ψύχραιμες | ψύχραιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψύχραιμος (μαρτυρείται από το 1873)[1] < ψυχρός + αίμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sang-froid)
Επίθετο
ψύχραιμος, -η, -ο
- που αντιμετωπίζει δυσάρεστες καταστάσεις ήρεμα και με καθαρό μυαλό, χωρίς να τον κυριεύουν τα αισθήματά του, ο ατάραχος, ο ενεργητικά ήρεμος
- αν μείνεις ψύχραιμος, θα γράψεις καλύτερα στις εξετάσεις
Σημειώσεις
- Δεν πρέπει να συγχέεται με το ψυχρόαιμος, που είναι κατηγορία ζώων.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 1141, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.