γαλήνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλήνιος | η | γαλήνια | το | γαλήνιο |
| γενική | του | γαλήνιου | της | γαλήνιας | του | γαλήνιου |
| αιτιατική | τον | γαλήνιο | τη | γαλήνια | το | γαλήνιο |
| κλητική | γαλήνιε | γαλήνια | γαλήνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλήνιοι | οι | γαλήνιες | τα | γαλήνια |
| γενική | των | γαλήνιων | των | γαλήνιων | των | γαλήνιων |
| αιτιατική | τους | γαλήνιους | τις | γαλήνιες | τα | γαλήνια |
| κλητική | γαλήνιοι | γαλήνιες | γαλήνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλήνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γαλήνιος < αρχαία ελληνική γαληνός < γαλήνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-
Επίθετο
γαλήνιος, -α, -ο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | γαλήνιος | τὸ | γαλήνιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | γαληνίου | τοῦ | γαληνίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | γαληνίῳ | τῷ | γαληνίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | γαλήνιον | τὸ | γαλήνιον | ||
| κλητική ὦ! | γαλήνιε | γαλήνιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | γαλήνιοι | τὰ | γαλήνιᾰ | ||
| γενική | τῶν | γαληνίων | τῶν | γαληνίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | γαληνίοις | τοῖς | γαληνίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | γαληνίους | τὰ | γαλήνιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | γαλήνιοι | γαλήνιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαληνίω | τὼ | γαληνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαληνίοιν | τοῖν | γαληνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλήνιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γαληνός < γαλήνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-
Πηγές
- γαλήνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.