δαιμονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαιμονισμένος η δαιμονισμένη το δαιμονισμένο
      γενική του δαιμονισμένου της δαιμονισμένης του δαιμονισμένου
    αιτιατική τον δαιμονισμένο τη δαιμονισμένη το δαιμονισμένο
     κλητική δαιμονισμένε δαιμονισμένη δαιμονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαιμονισμένοι οι δαιμονισμένες τα δαιμονισμένα
      γενική των δαιμονισμένων των δαιμονισμένων των δαιμονισμένων
    αιτιατική τους δαιμονισμένους τις δαιμονισμένες τα δαιμονισμένα
     κλητική δαιμονισμένοι δαιμονισμένες δαιμονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαιμονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δαιμονίζομαι

Μετοχή

δαιμονισμένος, -η, -ο

  1. που κατέχεται από δαίμονες
  2. (μεταφορικά) που βρίσκεται εκτός εαυτού, που είναι έξαλλος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.