διακατέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ο παρατατικός και σε χρήση αορίστου.
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | διακατέχομαι | διακατεχόμουν(α) | θα διακατέχομαι | να διακατέχομαι | ||
| β' ενικ. | διακατέχεσαι | διακατεχόσουν(α) | θα διακατέχεσαι | να διακατέχεσαι | ||
| γ' ενικ. | διακατέχεται | διακατεχόταν(ε) | θα διακατέχεται | να διακατέχεται | ||
| α' πληθ. | διακατεχόμαστε | διακατεχόμαστε διακατεχόμασταν |
θα διακατεχόμαστε | να διακατεχόμαστε | ||
| β' πληθ. | διακατέχεστε | διακατεχόσαστε διακατεχόσασταν |
θα διακατέχεστε | να διακατέχεστε | διακατέχεστε | |
| γ' πληθ. | διακατέχονται | διακατέχονταν διακατεχόντουσαν |
θα διακατέχονται | να διακατέχονται |
Μεταφράσεις
διακατέχομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.