τσατισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσατισμένος η τσατισμένη το τσατισμένο
      γενική του τσατισμένου της τσατισμένης του τσατισμένου
    αιτιατική τον τσατισμένο την τσατισμένη το τσατισμένο
     κλητική τσατισμένε τσατισμένη τσατισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσατισμένοι οι τσατισμένες τα τσατισμένα
      γενική των τσατισμένων των τσατισμένων των τσατισμένων
    αιτιατική τους τσατισμένους τις τσατισμένες τα τσατισμένα
     κλητική τσατισμένοι τσατισμένες τσατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσατίζομαι < από το τουρκικό ρήμα çatışmak (καβγαδίζω εκνευρίζομαι)

Μετοχή

τσατισμένος, -η, -ο και τσαντισμένος,η,ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.