φουρκισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουρκισμένος η φουρκισμένη το φουρκισμένο
      γενική του φουρκισμένου της φουρκισμένης του φουρκισμένου
    αιτιατική τον φουρκισμένο τη φουρκισμένη το φουρκισμένο
     κλητική φουρκισμένε φουρκισμένη φουρκισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουρκισμένοι οι φουρκισμένες τα φουρκισμένα
      γενική των φουρκισμένων των φουρκισμένων των φουρκισμένων
    αιτιατική τους φουρκισμένους τις φουρκισμένες τα φουρκισμένα
     κλητική φουρκισμένοι φουρκισμένες φουρκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φουρκισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρκίζω

Μετοχή

φουρκισμένος, -η, -ο

  1. ξαναμμένος, εκνευρισμένος, θυμωμένος, τσατισμένος
    Ηρθε στο σπίτι πολύ φουρκισμένος με το διευθυντή του στο γραφείο και ξέσπασε στο παιδί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.