αναστατωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναστατωμένος | η | αναστατωμένη | το | αναστατωμένο |
| γενική | του | αναστατωμένου | της | αναστατωμένης | του | αναστατωμένου |
| αιτιατική | τον | αναστατωμένο | την | αναστατωμένη | το | αναστατωμένο |
| κλητική | αναστατωμένε | αναστατωμένη | αναστατωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναστατωμένοι | οι | αναστατωμένες | τα | αναστατωμένα |
| γενική | των | αναστατωμένων | των | αναστατωμένων | των | αναστατωμένων |
| αιτιατική | τους | αναστατωμένους | τις | αναστατωμένες | τα | αναστατωμένα |
| κλητική | αναστατωμένοι | αναστατωμένες | αναστατωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναστατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναστατώνω
Μετοχή
αναστατωμένος, -η, -ο
- που έχει αναστατωθεί, που έχει ανησυχήσει για κάτι
- Ήμουν αναστατωμένη όλη νύχτα, γιατί το παιδί αργούσε να γυρίσει και δεν απαντούσε ούτε στο κινητό μέχρι τις 5 το πρωι!
- που βρίσκεται σε αναστάτωση, αταξία
- Βρήκα τα πάντα αναστατωμένα. Οι διαρρήκτες τα έκαν όλα άνω-κάτω για να βρουν λεφτά, αλλά τους είχε προλάβει η εφορία
- που δεν λειτουργεί εύρυθμα
- Είναι αναστατωμένος ο οργανισμός μου. Φταίνε ή τα γαστρεντερικά μου ή ο θυρεοειδής πάλι.
Μεταφράσεις
αναστατωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.