ημέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημέρα | οι | ημέρες |
| γενική | της | ημέρας | των | ημερών |
| αιτιατική | την | ημέρα | τις | ημέρες |
| κλητική | ημέρα | ημέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημέρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈme.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μέ‐ρα
- ομόηχο: Ιμέρα
- τονικό παρώνυμο: ήμερα
Πολυλεκτικοί όροι
Σύνθετα
- -ήμερος / -μερος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ήμερος στο Βικιλεξικό όπως δωδεκαήμερος, πολυήμερος
- -ήμερο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ήμερο στο Βικιλεξικό όπως δωδεκαήμερο
- ημερο- / μερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ημερο- στο Βικιλεξικό όπως ημερολόγιο,
- ανενημέρωτος
- ανήμερα και ανήμερος
- αξημέρωτος
- αυθημερόν
- διημερεύω και διημερεύων
- διημερίδα
- ενήμερος & συγγενικά
- ευημερία και ευημερώ
- εφημερεύω και εφημερεύων
- εφημερίδα
- εφημέριος
- εφήμερος & συγγενικά
- ημερήσιος
- ημερίδα
- ισημερία
- ισημερινός
- καθημερινός
- καλημέρα, καλημέρισμα και καλημερίζω
- μακροημέρευση
- μεσημέρι
- ξημέρωμα και ξημερώνω
- παλαιοημερολογίτης
- υπερημερία
→ και δείτε τη λέξη μέρα
Μεταφράσεις
ημέρα
|
Πηγές
- ημέρα & μέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ημέρα, μέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.