καίω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καίω

Ρήμα

καίω, πρτ.: έκαιγα, στ.μέλλ.: θα κάψω, αόρ.: έκαψα, παθ.φωνή: καίγομαι, π.αόρ.: κάηκα, μτχ.π.π.: καμένος

  1. προκαλώ με φλόγα την καύση ενός αντικειμένου ή υλικού
  2. καταστρέφω με τη φωτιά
    οι κατακτητές έκαψαν το χωριό μας
  3. καυτηριάζω
  4. (μεταφορικά, πληροφορική) πραγματοποιώ (μόνιμη) εγγραφή σε μνήμες μίας χρήσης όπως CD, DVD, ROM. Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά γιατί οι μνήμες δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν.
    κάψε τα αρχεία σε ένα CD και πάρτα μαζί σου
     συνώνυμα: εγγράφω (μόνιμα)
  5. (μεταφορικά) βασανίζω
    τον καίει το παράπονο
  6. (αμετάβατο) για την ίδια τη φωτιά ή άλλο αντικείμενο που καίγεται
     δείτε τη λέξη καίγομαι
    δύο ώρες μετά την άφιξη της Πυροσβεστικής η φωτιά έκαιγε ακόμα
    τα ξύλα στο τζάκι έκαιγαν και η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή
  7. (για αντικείμενο) έχω αναπτύξει ή εκπέμπω υψηλή θερμοκρασία
    πήγε να πιάσει την κατσαρόλα, αλλά έκαιγε και τράβηξε γρήγορα το χέρι του
     συνώνυμα: κορώνω
  8. (για πρόσωπο) είμαι πολύ ζεστός, έχω πυρετό

Συγγενικά

Κλίση

  • Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

καίω

  1. καίω
  2. καίω, καταστρέφω με τη φωτιά
  3. καυτηριάζω

  • αττικός τύπος: κάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.