καίω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καίω
Ρήμα
καίω, πρτ.: έκαιγα, στ.μέλλ.: θα κάψω, αόρ.: έκαψα, παθ.φωνή: καίγομαι, π.αόρ.: κάηκα, μτχ.π.π.: καμένος
- προκαλώ με φλόγα την καύση ενός αντικειμένου ή υλικού
- καταστρέφω με τη φωτιά
- ↪ οι κατακτητές έκαψαν το χωριό μας
- καυτηριάζω
- (μεταφορικά, πληροφορική) πραγματοποιώ (μόνιμη) εγγραφή σε μνήμες μίας χρήσης όπως CD, DVD, ROM. Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά γιατί οι μνήμες δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν.
- (μεταφορικά) βασανίζω
- ↪ τον καίει το παράπονο
- (αμετάβατο) για την ίδια τη φωτιά ή άλλο αντικείμενο που καίγεται
- → δείτε τη λέξη καίγομαι
- ↪ δύο ώρες μετά την άφιξη της Πυροσβεστικής η φωτιά έκαιγε ακόμα
- ↪ τα ξύλα στο τζάκι έκαιγαν και η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή
- (για αντικείμενο) έχω αναπτύξει ή εκπέμπω υψηλή θερμοκρασία
- (για πρόσωπο) είμαι πολύ ζεστός, έχω πυρετό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καίω | έκαιγα | θα καίω | να καίω | καίγοντας | |
| β' ενικ. | καις | έκαιγες | θα καις | να καις | καίγε | |
| γ' ενικ. | καίει | έκαιγε | θα καίει | να καίει | ||
| α' πληθ. | καίμε | καίγαμε | θα καίμε | να καίμε | ||
| β' πληθ. | καίτε | καίγατε | θα καίτε | να καίτε | καίγετε | |
| γ' πληθ. | καίνε | έκαιγαν καίγανε |
θα καίνε | να καίνε | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έκαψα | θα κάψω | να κάψω | κάψει | ||
| β' ενικ. | έκαψες | θα κάψεις | να κάψεις | κάψε | ||
| γ' ενικ. | έκαψε | θα κάψει | να κάψει | |||
| α' πληθ. | κάψαμε | θα κάψουμε | να κάψουμε | |||
| β' πληθ. | κάψατε | θα κάψετε | να κάψετε | κάψτε | ||
| γ' πληθ. | έκαψαν κάψαν(ε) |
θα κάψουν(ε) | να κάψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κάψει | είχα κάψει | θα έχω κάψει | να έχω κάψει | ||
| β' ενικ. | έχεις κάψει | είχες κάψει | θα έχεις κάψει | να έχεις κάψει | ||
| γ' ενικ. | έχει κάψει | είχε κάψει | θα έχει κάψει | να έχει κάψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κάψει | είχαμε κάψει | θα έχουμε κάψει | να έχουμε κάψει | ||
| β' πληθ. | έχετε κάψει | είχατε κάψει | θα έχετε κάψει | να έχετε κάψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κάψει | είχαν κάψει | θα έχουν κάψει | να έχουν κάψει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
καίω
|
Πηγές
- καίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
- αττικός τύπος : κάω
Πηγές
- καίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.