ζέστη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζέστη | οι | ζέστες |
| γενική | της | ζέστης | — | |
| αιτιατική | τη | ζέστη | τις | ζέστες |
| κλητική | ζέστη | ζέστες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζέστη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζέστη < ελληνιστική κοινή ζεστός < αρχαία ελληνική ζέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈze.sti/
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.