ισημερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισημερία οι ισημερίες
      γενική της ισημερίας των ισημεριών
    αιτιατική την ισημερία τις ισημερίες
     κλητική ισημερία ισημερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισημερία < αρχαία ελληνική ἰσημερία

Ουσιαστικό

ισημερία θηλυκό

  • το να έχουν ίση χρονική διάρκεια η ημέρα και η νύχτα, κάτι που συμβαίνει δύο φορές το έτος
    η εαρινή ισημερία είναι στις 21 Μαρτίου και η φθινοπωρινή στις 22 Σεπτεμβρίου

Εκφράσεις

  • εαρινή ισημερία:
  • φθινοπωρινή ισημερία:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.